- πολυγήρως
- πολύγηροςattainment of great ageadverbialπολύγηροςattainment of great agemasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυγήρως — ων και ασυναίρ. τ. πολυγήραος, αον και πολύγηρος, ον, Α αυτός που βρίσκεται σε βαθιά γεράματα, ο πολύ γέρος («οἱ πολυγήρως ἀπακμάζουσι και τῷ νῷ», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γήρως / γήραος / γηρος (< γῆρας, τὸ), πρβλ. υπερ γήρως / υπέρ… … Dictionary of Greek
πολυγήραος — ον, Α (ασυναίρ. τ.) βλ. πολυγήρως … Dictionary of Greek
πολύγηρος — ον, Α·. βλ. πολυγήρως … Dictionary of Greek